- ταβανόπροκα
- ταβανόπροκα, η και νταβανόπροκα, ηκαρφί ειδικό για ταβάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταβανόπροκα — και νταβανόπροκα, η, Ν είδος μεγάλου καρφιού … Dictionary of Greek